- πρόδυσις
- -ύσεως, ἡ, Α [προδύομαι]1. το να δύει ο ήλιος νωρίτερα ή, κατ' άλλους, η πριν από την κανονική δύση ώρα2. αστρολ. ονομασία τού έκτου τόπου που βρίσκεται κάτω από τον δυτικό ορίζοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόδυσις — earlier setting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδύσεις — πρόδυσις earlier setting fem nom/voc pl (attic epic) πρόδυσις earlier setting fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδυσιν — πρόδυσις earlier setting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδύσεως — προδύσεω̆ς , πρόδυσις earlier setting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)